- τορπίλ(λ)α
- η см. τορπίλ(λ)η
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τορπιλ(λ)ητής — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης τού πολεμικού ναυτικού ο οποίος χειρίζεται τις τορπίλες κατά τη βολή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η, μέσω ενός ρ. *τορπιλ(λ)ώ (πρβλ. πυροβολη τής). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τορπιλληταί, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οβλητικός — ή, ό, Ν 1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών 2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο βλητικός. Η λ., στον τ.… … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οφόρο — το, Ν (στρ. ναυτ.) παλαιότερη ονομασία τού τορπιλοβόλου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. τορπιλ(λ)οφόρος (< τορπίλ[λ]η + φόρος* < φέρω). Το επίθ. τορπιλλοφόρος μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν… … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)άκατος — η, Ν (στρ. ναυτ.) μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + άκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ικό — το, Ν βλ. τορπιλ(λ)ικός … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ισμός — ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω] 1. (στρ. ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής Έλλης ») 2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οβόλο — το, Ν (στρ. ναυτ.) ταχύπλοο ελαφρό πολεμικό σκάφος τού οποίου κύριος εξοπλισμός είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βόλο (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλο] … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα τορπίλης, ατρακτοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + ειδής*. Η λ., στον τ. τορπιλλοειδής, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek